κεραυνόβολον

κεραυνόβολον
κεραυνόβολος
hurling the thunder
masc/fem acc sg
κεραυνόβολος
hurling the thunder
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κεραυνοβόλον — κεραυνοβόλος masc/fem acc sg κεραυνοβόλος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κεραυνοβόλος — ο, θηλ. και α (ΑΜ κεραυνοβόλος, ον) (νεοελλ,) μτφ. 1. αυτός που πέφτει σαν κεραυνός, ξαφνικός, αστραπιαίος (α. «κεραυνοβόλος έρωτας» β. «κεραυνοβόλα επίθεση») 2. (για αρρώστια) αυτός που εκδηλώνεται απότομα και γρήγορα, θανατηφόρος 3. φρ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”